επισχετικός

επισχετικός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται στην επίσχεση (βλ. λ.), που προκαλεί επίσχεση, ο παρεμποδιστικός: Επισχετικά φάρμακα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισχετικός — checking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισχετικός — ή, ό (Α ἐπισχετικός, ή, όν) [επίσχεση] αυτός που προκαλεί ανάσχεση, επίσχεση, που παρεμποδίζει, συκρατεί (α. «επισχετικά φάρμακα» β. «ἔτι τε τῶν ἐκ θώρακος καὶ πνεύμονος ἀναβηττομένων ἐπισχετικόν», Γαλ.) αρχ. εμφρακτικός, που προκαλεί έμφραξη …   Dictionary of Greek

  • ἐπισχετικά — ἐπισχετικός checking neut nom/voc/acc pl ἐπισχετικά̱ , ἐπισχετικός checking fem nom/voc/acc dual ἐπισχετικά̱ , ἐπισχετικός checking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετικόν — ἐπισχετικός checking masc acc sg ἐπισχετικός checking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετικοί — ἐπισχετικός checking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετική — ἐπισχετικός checking fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετικῶς — ἐπισχετικός checking adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχετικάς — ἐπισχετικά̱ς , ἐπισχετικός checking fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”